- ἀντίπαλα
- ἀντίπαλοςwrestling againstneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τἀντίπαλα — ἀντίπαλα , ἀντίπαλος wrestling against neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντίπαλ' — ἀντίπαλα , ἀντίπαλος wrestling against neut nom/voc/acc pl ἀντίπαλε , ἀντίπαλος wrestling against masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
ανακωχή — Συμφωνία στρατιωτικού χαρακτήρα με την οποία οι ανώτεροι στρατιωτικοί διοικητές των εμπόλεμων δυνάμεων αποφασίζουν την κατάπαυση των πολεμικών επιχειρήσεων, για ορισμένο χρονικό διάστημα ή επ’ αόριστον. Η κατάπαυση αυτή των επιχειρήσεων μπορεί να … Dictionary of Greek
αντιτίθημι — ἀντιτίθημι (AM) (νεοελλ. μόνο το μέσο: αντιτίθεμαι) νεοελλ. ( εμαι) 1. είμαι αντίθετος, εναντιώνομαι σε κάτι 2. έχω αντίθετη φορά, κινούμαι προς την αντίθετη κατεύθυνση αρχ. μσν. ( μι) 1. αντιτάσσω, τοποθετώ κάτι ως εμπόδιο σε κάποιον 2.… … Dictionary of Greek
αψιμαχία — η (AM ἁψιμαχία) 1. μικρή συμπλοκή πριν αρχίσει η κύρια μάχη 2. ανταλλαγή βολών ανάμεσα σε αντίπαλα τμήματα 3. ανταλλαγή εριστικών φράσεων μεταξύ ανθρώπων που διαφωνούν, φιλονικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αψι (< άπτω) + μαχία < μαχος < μάχομαι… … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
επιδίκαση — Κάθε διαδικασία που διενεργείται για τη διευθέτηση μιας διαφοράς. Η ε. πρέπει να εμπεριέχει το στοιχείο της απονομής δικαιοσύνης, ανεξάρτητα από τον ειδικότερο στόχο που μπορεί να έχει σε κάθε περίπτωση. Μπορεί επίσης να αποβλέπει στην επίλυση… … Dictionary of Greek
εχθροπραξία — η 1. εχθρική πράξη ή ενέργεια 2. πληθ. οι εχθροπραξίες ένοπλες συρράξεις ανάμεσα σε αντίπαλα στρατόπεδα, πολεμικές επιχειρήσεις («σταμάτησαν οι εχθροπραξίες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + πραξία (< πράξις), πρβλ. α πραξία, κοινο πραξία. Η λ.… … Dictionary of Greek